-
1 консервы
мн. οι κονσέρβες (πλ) (ξεν.)фруктовые - φρούτων/οπωρικώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > консервы
-
2 консервы
консервы мн. οι κονσέρβες; мясные (рыбные) \консервы οι κονσέρβες κρέατος (ψαριού)* * *мн.οι κονσέρβεςмясны́е (ры́бные) консе́рвы — οι κονσέρβες κρέατος (ψαριού)
-
3 консервы
-ов πλθ. κονσέρβες;•рыбные консервы οι κονσέρβες ψαριών•
мясные консервы κονσέρβες κρέατος.
|| ειδικά ματογυάλια (για τον ήλιο, σκόνη κ.τ.τ.).